πολυτέχνως

πολυτέχνως
πολύτεχνος
skilled in many arts
adverbial
πολύτεχνος
skilled in many arts
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύτεχνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία. * * * η, ο/πολύτεχνος, ον, ΝΑ επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”